λυσανία

λυσανία
λυσανίᾱ , λυσανίας
ending sorrow
masc nom/voc/acc dual
λυσανίας
ending sorrow
masc voc sg
λυσανίᾱ , λυσανίας
ending sorrow
masc voc sg (attic)
λυσανίᾱ , λυσανίας
ending sorrow
masc gen sg (doric aeolic)
λυσανίας
ending sorrow
masc nom sg (epic)
λῡσανίᾱ , λυσανίης
masc nom/voc/acc dual
λῡσανία , λυσανίης
masc voc sg
λῡσανίᾱ , λυσανίης
masc voc sg (attic)
λῡσανίᾱ , λυσανίης
masc gen sg (doric aeolic)
λῡσανία , λυσανίης
masc nom sg (epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Λυσανία — Λυσανίᾱ , Λυσανίας ending sorrow masc voc sg (attic) Λυσανίᾱ , Λυσανίας ending sorrow masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λυσανίᾳ — Λυσανίᾱͅ , Λυσανίας ending sorrow masc dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυσανίᾳ — λυσανίαι , λυσανίας ending sorrow masc nom/voc pl λυσανίᾱͅ , λυσανίας ending sorrow masc dat sg (attic doric aeolic) λῡσανίαι , λυσανίης masc nom/voc pl λῡσανίᾱͅ , λυσανίης masc dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυσανίας — λυσανίᾱς , λυσανίας ending sorrow masc acc pl λυσανίᾱς , λυσανίας ending sorrow masc nom sg (attic epic doric aeolic) λῡσανίᾱς , λυσανίης masc acc pl λῡσανίᾱς , λυσανίης masc nom sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λυσανίαν — Λυσανίᾱν , Λυσανίας ending sorrow masc acc sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυσανίαν — λυσανίᾱν , λυσανίας ending sorrow masc acc sg (attic epic doric aeolic) λυσανίας ending sorrow masc acc sg λῡσανίᾱν , λυσανίης masc acc sg (attic epic doric aeolic) λῡσανίαν , λυσανίης masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λυσανίας — Λυσανίᾱς , Λυσανίας ending sorrow masc nom sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κέφαλος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Ερμή ή του Πανδιόνα και της Έρσης (κόρης του Κέκροπα) ή της Κρέουσας, επώνυμος του δήμου Κεφαλής και του αττικού γένους των Κεφαλιδών. Σύμφωνα με τη μυθολογία, ερωτεύτηκε την Πρόκριδα, την παντρεύτηκε και ζούσε …   Dictionary of Greek

  • Αρχάγαθος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Α. ο πρεσβύτερος (; – 307 π.Χ.). Μεγαλύτερος γιος του Αγαθοκλή, τυράννου των Συρακουσών. Το 310 π.Χ. ακολούθησε τον πατέρα του στην εκστρατεία της Καρχηδόνας, αλλά αργότερα ξεσήκωσε τον στρατό εναντίον του πατέρα του …   Dictionary of Greek

  • Ερατοσθένης ο Κυρηναίος — (Κυρήνη 276 π.Χ. – Αλεξάνδρεια 196; π.Χ.). Αστρονόμος, μαθηματικός, γεωγράφος, φιλόλογος, φιλόσοφος και ποιητής. Πνεύμα εξαιρετικά πολυμερές, μαθητής μεταξύ άλλων του Λυσανία του Κυρηναίου στην Ελλάδα, πήγε το 235 π.Χ. στην Αλεξάνδρεια – όπου τον …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”